Φοντέιν, Μαργκότ — (Fonteyn, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Margaret Hookham, Ρέιγκεϊτ, Σάρεϊ 1919 – 1991). Αγγλίδα χορεύτρια. Αφιερώθηκε από μικρή στον χορό, αφού σπούδασε πρώτα στο Λονδίνο, έπειτα στην Κίνα (όπου είχε ακολουθήσει τον μηχανικό πατέρα της) και τέλος… … Dictionary of Greek
ντάμα — η (Μ ντάμα και ντάμε και τάμου και δαμού) (κυρίως, ως τιμητικός τίτλος) κυρία, δέσποινα («αφότου εγρικησεν η ντάμα Μαργαρίτα», Χρον. Μoρ.) νεοελλ. 1. γυναικεία φιγούρα στα χαρτιά τής τράπουλας 2. παντρεμένη ή ανύπαντρη γυναίκα η οποία συνοδεύεται … Dictionary of Greek
Αστέρ, Φρεντ — (1899 – 1987). Αμερικανός ηθοποιός, χορογράφος και χορευτής. Το πραγματικό του όνομα ήταν Φρέντρικ Όστερλιτζ. Ξεκίνησε την καριέρα του στο Μπρόντγουεϊ το 1922 με το μιούζικαλ Για τ’ όνομα του Θεού. Στη συνέχεια εργάστηκε στο Χόλιγουντ συνήθως με… … Dictionary of Greek
Μιστενγκέτ — (Mistinguett, Ανγκιέν 1875 – Μπουζιβάλ, Παρίσι 1956). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού του ελαφρού θεάτρου Ζαν Μαρί Μπουρζουά (Jeanne Marie Bourgeois). Αφού εμφανίστηκε σε πολύ νεαρή ηλικία σε συνοικιακά θέατρα, σημείωσε μεγάλες… … Dictionary of Greek
Περό, Ζιλ — (Perrot, Λιόν 1810 – Παραμέ, Ιλ και Βιλέν 1892). Γάλλος χορευτής και χορογράφος. Σπούδασε στη σχολή του Βεστρίς, συναγωνίστηκε ως χορευτής με την Ταλιόνι, την Τσερίτο, τη Γκρίζι (που αγάπησε με πάθος), την Έλσλερ, με τις οποίες χόρεψε ως παρτενέρ … Dictionary of Greek