παρτενέρ

παρτενέρ
ο, η
1. αυτός που χορεύει μαζί με άλλον ή άλλη ως χορευτικό ζευγάρι
2. συμπαίκτης σε τυχερό ή άλλο παιχνίδι για δύο άτομα
3. συμπρωταγωνιστής σε θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο
4. (οικον.) συμβαλλόμενος, εταίρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. partenaire < αγγλ. partner].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Φοντέιν, Μαργκότ — (Fonteyn, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Margaret Hookham, Ρέιγκεϊτ, Σάρεϊ 1919 – 1991). Αγγλίδα χορεύτρια. Αφιερώθηκε από μικρή στον χορό, αφού σπούδασε πρώτα στο Λονδίνο, έπειτα στην Κίνα (όπου είχε ακολουθήσει τον μηχανικό πατέρα της) και τέλος… …   Dictionary of Greek

  • ντάμα — η (Μ ντάμα και ντάμε και τάμου και δαμού) (κυρίως, ως τιμητικός τίτλος) κυρία, δέσποινα («αφότου εγρικησεν η ντάμα Μαργαρίτα», Χρον. Μoρ.) νεοελλ. 1. γυναικεία φιγούρα στα χαρτιά τής τράπουλας 2. παντρεμένη ή ανύπαντρη γυναίκα η οποία συνοδεύεται …   Dictionary of Greek

  • Αστέρ, Φρεντ — (1899 – 1987). Αμερικανός ηθοποιός, χορογράφος και χορευτής. Το πραγματικό του όνομα ήταν Φρέντρικ Όστερλιτζ. Ξεκίνησε την καριέρα του στο Μπρόντγουεϊ το 1922 με το μιούζικαλ Για τ’ όνομα του Θεού. Στη συνέχεια εργάστηκε στο Χόλιγουντ συνήθως με… …   Dictionary of Greek

  • Μιστενγκέτ — (Mistinguett, Ανγκιέν 1875 – Μπουζιβάλ, Παρίσι 1956). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού του ελαφρού θεάτρου Ζαν Μαρί Μπουρζουά (Jeanne Marie Bourgeois). Αφού εμφανίστηκε σε πολύ νεαρή ηλικία σε συνοικιακά θέατρα, σημείωσε μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • Περό, Ζιλ — (Perrot, Λιόν 1810 – Παραμέ, Ιλ και Βιλέν 1892). Γάλλος χορευτής και χορογράφος. Σπούδασε στη σχολή του Βεστρίς, συναγωνίστηκε ως χορευτής με την Ταλιόνι, την Τσερίτο, τη Γκρίζι (που αγάπησε με πάθος), την Έλσλερ, με τις οποίες χόρεψε ως παρτενέρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”